- διελκυσμός
- διελκυσμός, ο (Α) [ελκυσμός]1. σύρσιμο εδώ κι εκεί2. καθυστέρηση, παρέλκυση, αναβολή3. λογομαχία, φιλονικία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διελκυσμοῦ — διελκυσμός pushing about masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διελκυσμόν — διελκυσμός pushing about masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)